εθνικιστικός

εθνικιστικός
η , ό[ν] националистический

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "εθνικιστικός" в других словарях:

  • εθνικιστικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στον εθνικισμό ή στους εθνικιστές …   Dictionary of Greek

  • εθνικιστικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στον εθνικισμό ή τους εθνικιστές (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Βίντερ, Κρίστιαν Φέρντιναντ — (Kristian Ferdinand Winther, Φένσμαρκ 1796 – Παρίσι 1876).Δανός ποιητής. Τα πρώτα του ποιήματα, που τον έφεραν σε μια από τις πρώτες θέσεις μεταξύτων εκπροσώπων του δανέζικου ρομαντισμού, ήταν ερωτικά και μπαλάντες επηρεασμένες από το ύφος του… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»